αλυτρωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλυτρωτικός η αλυτρωτική το αλυτρωτικό
      γενική του αλυτρωτικού της αλυτρωτικής του αλυτρωτικού
    αιτιατική τον αλυτρωτικό την αλυτρωτική το αλυτρωτικό
     κλητική αλυτρωτικέ αλυτρωτική αλυτρωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλυτρωτικοί οι αλυτρωτικές τα αλυτρωτικά
      γενική των αλυτρωτικών των αλυτρωτικών των αλυτρωτικών
    αιτιατική τους αλυτρωτικούς τις αλυτρωτικές τα αλυτρωτικά
     κλητική αλυτρωτικοί αλυτρωτικές αλυτρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλυτρωτικός < αλυτρωτισμός + -ικός

Επίθετο

αλυτρωτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.