αλπακά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλπακά οι αλπακές
      γενική της αλπακάς των αλπακών
    αιτιατική την αλπακά τις αλπακές
     κλητική αλπακά αλπακές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
άσπρη και μαύρη αλπακά

Ετυμολογία

αλπακά < (άμεσο δάνειο) γαλλική alpaca < ισπανική alpaca < αϊμάρα allpaqa

Ουσιαστικό

αλπακά θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) λάμα
     συνώνυμα: αιγοκάμηλος, προβατοκάμηλος
  2. (ενδυμασία) είδος υφάσματος από το δέρμα του ζώου αλπακά
    άλλες μορφές: αλπακάς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.