αλλοτρίωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλοτρίωση οι αλλοτριώσεις
      γενική της αλλοτρίωσης* των αλλοτριώσεων
    αιτιατική την αλλοτρίωση τις αλλοτριώσεις
     κλητική αλλοτρίωση αλλοτριώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλλοτριώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλλοτρίωση < ελληνιστική κοινή ἀλλοτρίωσις (απώθηση, απώλεια). Κοινωνιολογική σημασία: (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική alienation. [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.loˈtɾi.o.si/

Ουσιαστικό

αλλοτρίωση θηλυκό

  1. η αποξένωση, η απώλεια, η εκποίηση, η μεταβίβαση κυριότητας κάποιου πράγματος σε άλλον
  2. (κοινωνιολογία) η διαδικασία αποξένωσης του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.