αλλοτρίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλλοτρίωση | οι | αλλοτριώσεις |
| γενική | της | αλλοτρίωσης* | των | αλλοτριώσεων |
| αιτιατική | την | αλλοτρίωση | τις | αλλοτριώσεις |
| κλητική | αλλοτρίωση | αλλοτριώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αλλοτριώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλλοτρίωση < ελληνιστική κοινή ἀλλοτρίωσις (απώθηση, απώλεια). Κοινωνιολογική σημασία: (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική alienation. [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.loˈtɾi.o.si/
Ουσιαστικό
αλλοτρίωση θηλυκό
- η αποξένωση, η απώλεια, η εκποίηση, η μεταβίβαση κυριότητας κάποιου πράγματος σε άλλον
- (κοινωνιολογία) η διαδικασία αποξένωσης του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό
Συγγενικά
-
αλλοτρίωση στα Βικιφθέγματα

Μεταφράσεις
αλλοτρίωση
Αναφορές
- αλλοτρίωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.