εκποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκποίηση οι εκποιήσεις
      γενική της εκποίησης* των εκποιήσεων
    αιτιατική την εκποίηση τις εκποιήσεις
     κλητική εκποίηση εκποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκποίηση < αρχαία ελληνική ἐκποίησις < ἐκ + ποιέω

Ουσιαστικό

εκποίηση θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκποιώ:
    1. επιβεβλημένη πώληση (λόγω ανάγκης ή δικαστικής απόφασης)
    2. πώληση σε τιμή πιο χαμηλή από την κανονική

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.