αλλοτριώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλλοτριώνω < αρχαία ελληνική ἀλλοτριόω - ἀλλοτριῶ
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αλλοτριώνω | αλλοτρίωνα | θα αλλοτριώνω | να αλλοτριώνω | αλλοτριώνοντας | |
| β' ενικ. | αλλοτριώνεις | αλλοτρίωνες | θα αλλοτριώνεις | να αλλοτριώνεις | αλλοτρίωνε | |
| γ' ενικ. | αλλοτριώνει | αλλοτρίωνε | θα αλλοτριώνει | να αλλοτριώνει | ||
| α' πληθ. | αλλοτριώνουμε | αλλοτριώναμε | θα αλλοτριώνουμε | να αλλοτριώνουμε | ||
| β' πληθ. | αλλοτριώνετε | αλλοτριώνατε | θα αλλοτριώνετε | να αλλοτριώνετε | αλλοτριώνετε | |
| γ' πληθ. | αλλοτριώνουν(ε) | αλλοτρίωναν αλλοτριώναν(ε) |
θα αλλοτριώνουν(ε) | να αλλοτριώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αλλοτρίωσα | θα αλλοτριώσω | να αλλοτριώσω | αλλοτριώσει | ||
| β' ενικ. | αλλοτρίωσες | θα αλλοτριώσεις | να αλλοτριώσεις | αλλοτρίωσε | ||
| γ' ενικ. | αλλοτρίωσε | θα αλλοτριώσει | να αλλοτριώσει | |||
| α' πληθ. | αλλοτριώσαμε | θα αλλοτριώσουμε | να αλλοτριώσουμε | |||
| β' πληθ. | αλλοτριώσατε | θα αλλοτριώσετε | να αλλοτριώσετε | αλλοτριώστε | ||
| γ' πληθ. | αλλοτρίωσαν αλλοτριώσαν(ε) |
θα αλλοτριώσουν(ε) | να αλλοτριώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αλλοτριώσει | είχα αλλοτριώσει | θα έχω αλλοτριώσει | να έχω αλλοτριώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αλλοτριώσει | είχες αλλοτριώσει | θα έχεις αλλοτριώσει | να έχεις αλλοτριώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αλλοτριώσει | είχε αλλοτριώσει | θα έχει αλλοτριώσει | να έχει αλλοτριώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αλλοτριώσει | είχαμε αλλοτριώσει | θα έχουμε αλλοτριώσει | να έχουμε αλλοτριώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αλλοτριώσει | είχατε αλλοτριώσει | θα έχετε αλλοτριώσει | να έχετε αλλοτριώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αλλοτριώσει | είχαν αλλοτριώσει | θα έχουν αλλοτριώσει | να έχουν αλλοτριώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αλλοτριώνομαι | αλλοτριωνόμουν(α) | θα αλλοτριώνομαι | να αλλοτριώνομαι | ||
| β' ενικ. | αλλοτριώνεσαι | αλλοτριωνόσουν(α) | θα αλλοτριώνεσαι | να αλλοτριώνεσαι | (αλλοτριώνου) | |
| γ' ενικ. | αλλοτριώνεται | αλλοτριωνόταν(ε) | θα αλλοτριώνεται | να αλλοτριώνεται | ||
| α' πληθ. | αλλοτριωνόμαστε | αλλοτριωνόμαστε αλλοτριωνόμασταν |
θα αλλοτριωνόμαστε | να αλλοτριωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αλλοτριώνεστε | αλλοτριωνόσαστε αλλοτριωνόσασταν |
θα αλλοτριώνεστε | να αλλοτριώνεστε | (αλλοτριώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αλλοτριώνονται | αλλοτριώνονταν αλλοτριωνόντουσαν |
θα αλλοτριώνονται | να αλλοτριώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αλλοτριώθηκα | θα αλλοτριωθώ | να αλλοτριωθώ | αλλοτριωθεί | ||
| β' ενικ. | αλλοτριώθηκες | θα αλλοτριωθείς | να αλλοτριωθείς | αλλοτριώσου | ||
| γ' ενικ. | αλλοτριώθηκε | θα αλλοτριωθεί | να αλλοτριωθεί | |||
| α' πληθ. | αλλοτριωθήκαμε | θα αλλοτριωθούμε | να αλλοτριωθούμε | |||
| β' πληθ. | αλλοτριωθήκατε | θα αλλοτριωθείτε | να αλλοτριωθείτε | αλλοτριωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αλλοτριώθηκαν αλλοτριωθήκαν(ε) |
θα αλλοτριωθούν(ε) | να αλλοτριωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αλλοτριωθεί | είχα αλλοτριωθεί | θα έχω αλλοτριωθεί | να έχω αλλοτριωθεί | αλλοτριωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αλλοτριωθεί | είχες αλλοτριωθεί | θα έχεις αλλοτριωθεί | να έχεις αλλοτριωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αλλοτριωθεί | είχε αλλοτριωθεί | θα έχει αλλοτριωθεί | να έχει αλλοτριωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αλλοτριωθεί | είχαμε αλλοτριωθεί | θα έχουμε αλλοτριωθεί | να έχουμε αλλοτριωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αλλοτριωθεί | είχατε αλλοτριωθεί | θα έχετε αλλοτριωθεί | να έχετε αλλοτριωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αλλοτριωθεί | είχαν αλλοτριωθεί | θα έχουν αλλοτριωθεί | να έχουν αλλοτριωθεί | ||
Μεταφράσεις
αλλοτριώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.