αλλοτριώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αλλοτριώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλλοτριώνω
- θα αλλοτριώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλλοτριώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αλλοτριώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αλλοτρίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.