αλλοτριώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αλλοτριώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλλοτριώνω
  2. θα αλλοτριώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλλοτριώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αλλοτριώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αλλοτρίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.