αλλοπαθητική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλλοπαθητική | οι | αλλοπαθητικές |
| γενική | της | αλλοπαθητικής | των | αλλοπαθητικών |
| αιτιατική | την | αλλοπαθητική | τις | αλλοπαθητικές |
| κλητική | αλλοπαθητική | αλλοπαθητικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλλοπαθητική < αγγλική allopathy < αρχαία ελληνική ἄλλος + παθητικός
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αλλοπαθητικά
- αλλοπαθητικός
- → δείτε τις λέξεις άλλος και παθαίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.