ομοιοπαθητική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοιοπαθητική οι ομοιοπαθητικές
      γενική της ομοιοπαθητικής των ομοιοπαθητικών
    αιτιατική την ομοιοπαθητική τις ομοιοπαθητικές
     κλητική ομοιοπαθητική ομοιοπαθητικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομοιοπαθητική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική homéopathique < αρχαία ελληνική ὅμοιος + -παθής

Ουσιαστικό

ομοιοπαθητική θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ομοιοπαθητική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.