αλλοπαθητικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλλοπαθητικά < αλλοπαθητικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.li.lo.pa.θi.tiˈka/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αλλοπαθητική
Μεταφράσεις
αλλοπαθητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αλλοπαθητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλλοπαθητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.