συμβατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμβατικός | η | συμβατική | το | συμβατικό |
| γενική | του | συμβατικού | της | συμβατικής | του | συμβατικού |
| αιτιατική | τον | συμβατικό | τη | συμβατική | το | συμβατικό |
| κλητική | συμβατικέ | συμβατική | συμβατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμβατικοί | οι | συμβατικές | τα | συμβατικά |
| γενική | των | συμβατικών | των | συμβατικών | των | συμβατικών |
| αιτιατική | τους | συμβατικούς | τις | συμβατικές | τα | συμβατικά |
| κλητική | συμβατικοί | συμβατικές | συμβατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
συμβατικός, -ή, -ό
- συμπεφωνημένος
- είναι απαραίτητη η εκτέλεση των συμβατικών (δηλαδή εκείνων που έχουν συμπεφωνηθεί σε μιά γραπτή σύμβαση) δεσμεύσεων
- συνήθης
Εκφράσεις
- συμβατική γεωργία, συμβατική κτηνοτροφία: που γίνονται με χρήση χημικών λιπασμάτων, παρασιτοκτόνων και εντομοκτόνων ή τροφών, ορμονών και αντιβιοτικών φαρμάκων,
- εν αντιθέσει προς τις
- οργανική γεωργία, οργανική κτηνοτροφία: που χρησιμοποιούν αυστηρώς φυσικά λιπάσματα, τροφές και τεχνικές προστασίας
Μεταφράσεις
συμβατικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.