αλληλοσυγκρουόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλληλοσυγκρουόμενος η αλληλοσυγκρουόμενη το αλληλοσυγκρουόμενο
      γενική του αλληλοσυγκρουόμενου της αλληλοσυγκρουόμενης του αλληλοσυγκρουόμενου
    αιτιατική τον αλληλοσυγκρουόμενο την αλληλοσυγκρουόμενη το αλληλοσυγκρουόμενο
     κλητική αλληλοσυγκρουόμενε αλληλοσυγκρουόμενη αλληλοσυγκρουόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλληλοσυγκρουόμενοι οι αλληλοσυγκρουόμενες τα αλληλοσυγκρουόμενα
      γενική των αλληλοσυγκρουόμενων των αλληλοσυγκρουόμενων των αλληλοσυγκρουόμενων
    αιτιατική τους αλληλοσυγκρουόμενους τις αλληλοσυγκρουόμενες τα αλληλοσυγκρουόμενα
     κλητική αλληλοσυγκρουόμενοι αλληλοσυγκρουόμενες αλληλοσυγκρουόμενα
Χρησιμποιείται στον πληθυντικό.
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλληλοσυγκρουόμενος < μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος αλληλοσυγκρούονται

Προφορά

ΔΦΑ : /a.li.lo.siŋ.ɡɾuˈo.me.nos/
παλιότερος συλλαβισμός: αλληλοσυγκρουόμενος
παλιότερος συλλαβισμός: αλληλοσυγκρουόμενος

Μετοχή

αλληλοσυγκρουόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα) χρησιμποιείται στον πληθυντικό

  • (κυριολεκτικά, μεταφορικά) που [[συγκρούομαι|συγκρούεται] με κάποιον άλλο, που συγκρούονται μεταξύ τους
    Δεν βγάζουμε άκρη πώς έγινε το τροχαίο με αυτές τις αλληλοσυγκρουόμενες μαρτυρικές καταθέσεις.

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.