αλκαλιμετρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλκαλιμετρία οι αλκαλιμετρίες
      γενική της αλκαλιμετρίας των αλκαλιμετριών
    αιτιατική την αλκαλιμετρία τις αλκαλιμετρίες
     κλητική αλκαλιμετρία αλκαλιμετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλκαλιμετρία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αλκαλιμετρία θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.