αλβανοκεντρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλβανοκεντρικός | η | αλβανοκεντρική | το | αλβανοκεντρικό |
| γενική | του | αλβανοκεντρικού | της | αλβανοκεντρικής | του | αλβανοκεντρικού |
| αιτιατική | τον | αλβανοκεντρικό | την | αλβανοκεντρική | το | αλβανοκεντρικό |
| κλητική | αλβανοκεντρικέ | αλβανοκεντρική | αλβανοκεντρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλβανοκεντρικοί | οι | αλβανοκεντρικές | τα | αλβανοκεντρικά |
| γενική | των | αλβανοκεντρικών | των | αλβανοκεντρικών | των | αλβανοκεντρικών |
| αιτιατική | τους | αλβανοκεντρικούς | τις | αλβανοκεντρικές | τα | αλβανοκεντρικά |
| κλητική | αλβανοκεντρικοί | αλβανοκεντρικές | αλβανοκεντρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /al.va.no.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐βα‐νο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
αλβανοκεντρικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
αλβανοκεντρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.