αλβανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλβανισμός οι αλβανισμοί
      γενική του αλβανισμού των αλβανισμών
    αιτιατική τον αλβανισμό τους αλβανισμούς
     κλητική αλβανισμέ αλβανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλβανισμός < αλβανίζω (αλβάνισ-) + -μός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /al.va.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλβανισμός

Ουσιαστικό

αλβανισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αλβανισμός -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.