αλάνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλάνα | οι | αλάνες |
| γενική | της | αλάνας | των | αλανών |
| αιτιατική | την | αλάνα | τις | αλάνες |
| κλητική | αλάνα | αλάνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλάνα < αλάν(ι) (παλιά σημασία: ανοιχτός χώρος) + μεγεθυντικό -α < (άμεσο δάνειο) τουρκική alan < οθωμανική τουρκική آلاڭ (alañ)
Ουσιαστικό
αλάνα θηλυκό
Μεταφράσεις
αλάνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.