οιηματίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | οιηματίας | οι | οιηματίες |
| γενική | του/της | οιηματία | των | οιηματιών |
| αιτιατική | τον/την | οιηματία | τους/τις | οιηματίες |
| κλητική | οιηματία | οιηματίες | ||
| Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
| Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οιηματίας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰηματίας[1] < οἴομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.i.maˈti.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐η‐μα‐τί‐ας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
οιηματίας
|
|
Αναφορές
- οιηματίας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.