οιηματίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η οιηματίας οι οιηματίες
      γενική του/της οιηματία των οιηματιών
    αιτιατική τον/την οιηματία τους/τις οιηματίες
     κλητική οιηματία οιηματίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οιηματίας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰηματίας[1] < οἴομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /i.i.maˈti.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οιηματίας

Ουσιαστικό

οιηματίας αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.