αλίπαντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλίπαντος | η | αλίπαντη | το | αλίπαντο |
| γενική | του | αλίπαντου | της | αλίπαντης | του | αλίπαντου |
| αιτιατική | τον | αλίπαντο | την | αλίπαντη | το | αλίπαντο |
| κλητική | αλίπαντε | αλίπαντη | αλίπαντο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλίπαντοι | οι | αλίπαντες | τα | αλίπαντα |
| γενική | των | αλίπαντων | των | αλίπαντων | των | αλίπαντων |
| αιτιατική | τους | αλίπαντους | τις | αλίπαντες | τα | αλίπαντα |
| κλητική | αλίπαντοι | αλίπαντες | αλίπαντα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλίπαντος < μεσαιωνική ελληνική αλίπαντος < α- + λιπαίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.