following

Αγγλικά (en)

Επίθετο

following (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ακόλουθος, παρακάτω, που πρόκειται να αναφερθεί μετά
    the following books/things/articles - τα ακόλουθα βιβλία/πράγματα/είδη
    But also pay attention to the following examples.
    Πρόσεξε όμως και τα παρακάτω παραδείγματα.
  2. επόμενος, που είναι επόμενο στο χρόνο
    on the following day - την επόμενη
    in the following month/year - τον επόμενο μήνα/χρόνο
    The document should have been sent by the following Monday at the latest!
    Να έχει σταλεί το έγγραφο το αργότερο μέχρι την επόμενη Δευτέρα!

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
following followings

following (en)

  1. (the following) ο εξής, που θα αναφέρω μετά
    Among the things stolen are the following.
    Μεταξύ των κλαπέντων πραγμάτων είναι τα εξής.
    The following have been invited.
    Έχουν προσκληθεί οι εξής.
  2. (συνήθως ενικός) οι οπαδοί, μια ομάδα υποστηρικτών
    This politician has a large following.
    Αυτός ο πολιτικός έχει πολλούς οπαδούς.

Πρόθεση

following (en)

  • κατόπιν, μετά ή ως αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου γεγονότος
    He went to the market and, following that, the office.
    Πήγα στην αγορά και κατόπιν στο γραφείο.

Ρηματικός τύπος

following (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.