ακολούθως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακολούθως < ἀκολούθως

Επίρρημα

ακολούθως

  1. στη συνέχεια
    Πήγε στη γραμματεία και ακολούθως στο γραφείο του υπουργού
  2. όπως εξηγείται, διευκρίνεται παρακάτω
    Θα πρέπει να ενεργήσουν ως ακολούθως...

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.