ακολούθως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακολούθως < ἀκολούθως
Επίρρημα
ακολούθως
- στη συνέχεια
- Πήγε στη γραμματεία και ακολούθως στο γραφείο του υπουργού
- όπως εξηγείται, διευκρίνεται παρακάτω
- Θα πρέπει να ενεργήσουν ως ακολούθως...
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ακολούθως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.