ακτιβιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακτιβιστικός | η | ακτιβιστική | το | ακτιβιστικό |
| γενική | του | ακτιβιστικού | της | ακτιβιστικής | του | ακτιβιστικού |
| αιτιατική | τον | ακτιβιστικό | την | ακτιβιστική | το | ακτιβιστικό |
| κλητική | ακτιβιστικέ | ακτιβιστική | ακτιβιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακτιβιστικοί | οι | ακτιβιστικές | τα | ακτιβιστικά |
| γενική | των | ακτιβιστικών | των | ακτιβιστικών | των | ακτιβιστικών |
| αιτιατική | τους | ακτιβιστικούς | τις | ακτιβιστικές | τα | ακτιβιστικά |
| κλητική | ακτιβιστικοί | ακτιβιστικές | ακτιβιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακτιβιστικός < ακτιβιστής + -ικός < γαλλική activiste
Επίθετο
ακτιβιστικός
- που έχει σχέση με τον ακτιβιστή ή τον ακτιβισμό ή αναφέρεται σ' αυτούς
- ※ Ένα άλλο επίσης χαρακτηριστικό φαινόμενο της εποχής της πανδημίας είναι η μαχητική παρουσία ενός ψεκασμένου δικαιωματισμού, τόσο ακροδεξιού όσο και ακροαριστερού .... Σήμερα βλέπουμε ο λόγος των δικαιωμάτων να χρησιμοποιείται είτε σε ακροαριστερές ακτιβιστικές εκδηλώσεις αμφισβήτησης των μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό, είτε για να δικαιολογήσει την αντιεμβολιαστική επιλογή από ακραία συντηρητικούς κύκλους, εκκλησιαστικούς ή δηλωμένα ακροδεξιούς. (Ψεκασμένος δικαιωματισμός ή δημόσια υγεία; metarithmisi.gr, 11/7/2021)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ακτιβισμός
Μεταφράσεις
ακτιβιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.