ακτιβισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακτιβισμός οι ακτιβισμοί
      γενική του ακτιβισμού των ακτιβισμών
    αιτιατική τον ακτιβισμό τους ακτιβισμούς
     κλητική ακτιβισμέ ακτιβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακτιβισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική activisme

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kti.viˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακτιβισμός

Ουσιαστικό

ακτιβισμός αρσενικό

  • πολιτική αντίληψη και πρακτική που δίνει μεγάλη έμφαση σε μαζικές ατομικές δραστηριότητες, όπως οι διαδηλώσεις, οι υπογραφές αιτήσεων, οι καταλήψεις κλπ., για την επίτευξη ενός στόχου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.