ακρολεΐνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακρολεΐνη | οι | ακρολεΐνες |
| γενική | της | ακρολεΐνης | των | ακρολεϊνών |
| αιτιατική | την | ακρολεΐνη | τις | ακρολεΐνες |
| κλητική | ακρολεΐνη | ακρολεΐνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ακρολεΐνη και ακρολαΐνη θηλυκό
- (χημεία) χημική ουσία που χρησιμοποιείται στην παραγωγή ασφυξιογόνων αερίων, καθώς και δακρυγόνων
Συνώνυμα
-
ακρολεΐνη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.