ακρολεΐνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακρολεΐνη οι ακρολεΐνες
      γενική της ακρολεΐνης των ακρολεϊνών
    αιτιατική την ακρολεΐνη τις ακρολεΐνες
     κλητική ακρολεΐνη ακρολεΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακρολεΐνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική acroléine < λατινική acre oleum (δριμύ λάδι)

Ουσιαστικό

ακρολεΐνη και ακρολαΐνη θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.