acre

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

acre (en)

  1. (μονάδα μέτρησης) βρετανικό εκτάριο
  2. (μεταφορικά) πάρα πολύ, κάτι τεράστιο



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
acre acres

acre (fr) αρσενικό



Ιταλικά (it)

Επίθετο

acre (it)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.