ἀκροβολιστής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀκροβολιστής οἱ ἀκροβολισταί
      γενική τοῦ ἀκροβολιστοῦ τῶν ἀκροβολιστῶν
      δοτική τῷ ἀκροβολιστ τοῖς ἀκροβολισταῖς
    αιτιατική τὸν ἀκροβολιστήν τοὺς ἀκροβολιστᾱ́ς
     κλητική ! ἀκροβολιστᾰ́ ἀκροβολισταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀκροβολιστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἀκροβολισταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀκροβολιστής < ἀκροβόλος + -ιστής < ἄκρος + βάλλω

Ουσιαστικό

ἀκροβολιστής αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) που ρίχνει από μακριά
  2. (στρατιωτικός όρος) που μάχεται από μακριά

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.