ακροβολιστί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακροβολιστί < ακροβολιστ(ής) + κατά το ακροποδιτί[1] < αρχαία ελληνική ἀκροβολιστής < ἄκρος + βάλλω

Επίρρημα

ακροβολιστί

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις ακροβολίζομαι, άκρος και βάλλω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.