ακροβολίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακροβολίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκροβολίζομαι  δείτε τη λέξη ακροβολίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾo.voˈli.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακροβολίζομαι

Ρηματικός τύπος

ακροβολίζομαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.