ακροαματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακροαματικός η ακροαματική το ακροαματικό
      γενική του ακροαματικού της ακροαματικής του ακροαματικού
    αιτιατική τον ακροαματικό την ακροαματική το ακροαματικό
     κλητική ακροαματικέ ακροαματική ακροαματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακροαματικοί οι ακροαματικές τα ακροαματικά
      γενική των ακροαματικών των ακροαματικών των ακροαματικών
    αιτιατική τους ακροαματικούς τις ακροαματικές τα ακροαματικά
     κλητική ακροαματικοί ακροαματικές ακροαματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακροαματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκροαματικός
(για την έννοια του ακροατηρίου) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kɾo.a.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακροαματικός

Επίθετο

ακροαματικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με κάποιο ακρόαμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
  2. που μπορεί να ακουστεί ή είναι κατάλληλος να ακούγεται
  3. που συμβαίνει μπροστά σε ακροατήριο
    ακροαματική διαδικασία

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.