ἀκούσιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀκούσιος < ἀεκούσιος < α- στερητικό και ἑκούσιος

Επίθετο

ἀκούσιος-ος,-ον / ος-α-ον ασυναίρετο: ἀεκούσιος

  • ο αθέλητος, που έγινε χωρίς πρόθεση, άθελα, παρά τη θέλησή του, που εξαναγκάσθηκε, που είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού

Συγγενικά

  • ἀκουσίως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.