ακαμψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακαμψία | οι | ακαμψίες |
| γενική | της | ακαμψίας | των | ακαμψιών |
| αιτιατική | την | ακαμψία | τις | ακαμψίες |
| κλητική | ακαμψία | ακαμψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ακαμψία θηλυκό
- η ιδιότητα αυτού που διατηρεί το σχήμα του υπό εξωτερικές δυνάμεις, που δεν μπορεί κάποιος να τον λυγίσει ή να τον παραμορφώσει
- (οικονομία) η αδυναμία ενός τομέα να προσαρμοστεί σε αλλαγές στις οικονομικές συνθήκες
- (μεταφορικά) η αδιαλλαξία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.