ακαβάλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακαβάλητος | η | ακαβάλητη | το | ακαβάλητο |
| γενική | του | ακαβάλητου | της | ακαβάλητης | του | ακαβάλητου |
| αιτιατική | τον | ακαβάλητο | την | ακαβάλητη | το | ακαβάλητο |
| κλητική | ακαβάλητε | ακαβάλητη | ακαβάλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακαβάλητοι | οι | ακαβάλητες | τα | ακαβάλητα |
| γενική | των | ακαβάλητων | των | ακαβάλητων | των | ακαβάλητων |
| αιτιατική | τους | ακαβάλητους | τις | ακαβάλητες | τα | ακαβάλητα |
| κλητική | ακαβάλητοι | ακαβάλητες | ακαβάλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kaˈva.li.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐βά‐λη‐τος
Επίθετο
ακαβάλητος, -η, -ο
- που δεν έχει καβαλήσει ή δεν μπορεί να καβαλήσει κάποιο υποζύγιο (όπως άλογο)
- που δεν τον έχουν καβαλήσει ή δεν μπορούν να τον καβαλήσουν (όωπς για υποζύγια)
- (μεταφορικά, χυδαίο) αγάμητος
- ≈ συνώνυμα: αβάτευτος, ακαλαφάτιστος, αμαρκάλιστος, ανόχευτος, απήδηχτος
- ακαβαλίκευτος
- ακαβάλιστος
Πηγές
- ακαβάλητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ακαβάλητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.