ακακοποίητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακακοποίητος | η | ακακοποίητη | το | ακακοποίητο |
| γενική | του | ακακοποίητου | της | ακακοποίητης | του | ακακοποίητου |
| αιτιατική | τον | ακακοποίητο | την | ακακοποίητη | το | ακακοποίητο |
| κλητική | ακακοποίητε | ακακοποίητη | ακακοποίητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακακοποίητοι | οι | ακακοποίητες | τα | ακακοποίητα |
| γενική | των | ακακοποίητων | των | ακακοποίητων | των | ακακοποίητων |
| αιτιατική | τους | ακακοποίητους | τις | ακακοποίητες | τα | ακακοποίητα |
| κλητική | ακακοποίητοι | ακακοποίητες | ακακοποίητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ka.koˈpi.i.tos/
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ακακοποίητα
- → δείτε τις λέξεις κακοποιώ, κακός και ποιώ
Μεταφράσεις
ακακοποίητος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.