ακαθοδήγητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαθοδήγητος η ακαθοδήγητη το ακαθοδήγητο
      γενική του ακαθοδήγητου της ακαθοδήγητης του ακαθοδήγητου
    αιτιατική τον ακαθοδήγητο την ακαθοδήγητη το ακαθοδήγητο
     κλητική ακαθοδήγητε ακαθοδήγητη ακαθοδήγητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαθοδήγητοι οι ακαθοδήγητες τα ακαθοδήγητα
      γενική των ακαθοδήγητων των ακαθοδήγητων των ακαθοδήγητων
    αιτιατική τους ακαθοδήγητους τις ακαθοδήγητες τα ακαθοδήγητα
     κλητική ακαθοδήγητοι ακαθοδήγητες ακαθοδήγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακαθοδήγητος < στερητικό α- + (καθοδηγώ) καθοδηγη- + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ka.θoˈði.ʝi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακαθοδήγητος

Επίθετο

ακαθοδήγητος, -η, -ο

  • που έχει μείνει χωρίς καθοδήγηση, που δεν τον δείχνει κανείς κατεύθυνση η διαδρομή
    αν κάθεσαι ήσυχος, χαλαρός, με το νου ακαθοδήγητο, ποιος ξέρει ποιες ιδέες μπορεί να σου έρθουν

Συγγενικά

  • ακαθοδήγητα (επίρρημα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.