ακάτιος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακάτιος < αρχαία ελληνική ἀκάτειος
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακάτιος | η | ακάτια | το | ακάτιο |
| γενική | του | ακάτιου | της | ακάτιας | του | ακάτιου |
| αιτιατική | τον | ακάτιο | την | ακάτια | το | ακάτιο |
| κλητική | ακάτιε | ακάτια | ακάτιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακάτιοι | οι | ακάτιες | τα | ακάτια |
| γενική | των | ακάτιων | των | ακάτιων | των | ακάτιων |
| αιτιατική | τους | ακάτιους | τις | ακάτιες | τα | ακάτια |
| κλητική | ακάτιοι | ακάτιες | ακάτια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
ακάτιος, -α, -ο
Ουσιαστικό
ακάτιος αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη άκατος
Μεταφράσεις
ακάτιος
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.