αιφνιδιασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αιφνιδιασμός οι αιφνιδιασμοί
      γενική του αιφνιδιασμού των αιφνιδιασμών
    αιτιατική τον αιφνιδιασμό τους αιφνιδιασμούς
     κλητική αιφνιδιασμέ αιφνιδιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αιφνιδιασμός < αιφνιδιάζω

Ουσιαστικό

αιφνιδιασμός αρσενικό

  • η έκπληξη που προκαλείται από απρόοπτη, απρόσμενη πράξη κάποιου

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.