αερόπλανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αερόπλανο τα αερόπλανα
      γενική του αερόπλανου των αερόπλανων
    αιτιατική το αερόπλανο τα αερόπλανα
     κλητική αερόπλανο αερόπλανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αερόπλανο < αεροπλάνο με μετακίνηση τόνου, ένδειξη σύνθεσης[1] (Παραβάλετε με το κινηματόγραφος)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.eˈɾo.pla.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αερόπλανο
τονικό παρώνυμο: αεροπλάνο

Ουσιαστικό

αερόπλανο ουδέτερο

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.