αερολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αερολόγος οι αερολόγοι
      γενική του/της αερολόγου των αερολόγων
    αιτιατική τον/την αερολόγο τους/τις αερολόγους
     κλητική αερολόγε αερολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αερολόγος < (μαρτυρείται από το 1889) (καθαρεύουσα) < αρχαία ελληνική ἀερολόγος (επίθετο) < ἀήρ, ἀερο + -λόγος [1]

Ουσιαστικό

αερολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • εκείνος που εκφέρει αερολογίες, που λέει εκφράσεις κενές περιεχομένου, χωρίς ουσία, ανοησίες

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.