κενολόγος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κενολόγος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κενολόγος[1] < αρχαία ελληνική κενός + -λόγος
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | κενολόγος | οι | κενολόγοι |
| γενική | του/της | κενολόγου | των | κενολόγων |
| αιτιατική | τον/την | κενολόγο | τους/τις | κενολόγους |
| κλητική | κενολόγε | κενολόγοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
κενολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ουσιαστικοποιημένο) κενολόγος
Αναφορές
- κενολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.