ἀερολιμήν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ἀερολιμήν < αρχαία ελληνική (ἀήρ), ἀέρ(ος) + -ο- + λιμήν (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική airport[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /a.e.ɾo.liˈmin/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερολιμήν

Ουσιαστικό

ἀερολιμήν αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.