αδιερεύνητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιερεύνητος | η | αδιερεύνητη | το | αδιερεύνητο |
| γενική | του | αδιερεύνητου | της | αδιερεύνητης | του | αδιερεύνητου |
| αιτιατική | τον | αδιερεύνητο | την | αδιερεύνητη | το | αδιερεύνητο |
| κλητική | αδιερεύνητε | αδιερεύνητη | αδιερεύνητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιερεύνητοι | οι | αδιερεύνητες | τα | αδιερεύνητα |
| γενική | των | αδιερεύνητων | των | αδιερεύνητων | των | αδιερεύνητων |
| αιτιατική | τους | αδιερεύνητους | τις | αδιερεύνητες | τα | αδιερεύνητα |
| κλητική | αδιερεύνητοι | αδιερεύνητες | αδιερεύνητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδιερεύνητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδιερεύνητος[1] ἀ- στερητικό + διερευνῶ (διερευνώ) διερευνη- + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ði.eˈɾev.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐ε‐ρεύ‐νη‐τος
Μεταφράσεις
- αδιερεύνητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.