διασκεδασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασκεδασμένος η διασκεδασμένη το διασκεδασμένο
      γενική του διασκεδασμένου της διασκεδασμένης του διασκεδασμένου
    αιτιατική τον διασκεδασμένο τη διασκεδασμένη το διασκεδασμένο
     κλητική διασκεδασμένε διασκεδασμένη διασκεδασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασκεδασμένοι οι διασκεδασμένες τα διασκεδασμένα
      γενική των διασκεδασμένων των διασκεδασμένων των διασκεδασμένων
    αιτιατική τους διασκεδασμένους τις διασκεδασμένες τα διασκεδασμένα
     κλητική διασκεδασμένοι διασκεδασμένες διασκεδασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διασκεδασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διασκεδάζω

Μετοχή

διασκεδασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.