αδιασκέδαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιασκέδαστος η αδιασκέδαστη το αδιασκέδαστο
      γενική του αδιασκέδαστου της αδιασκέδαστης του αδιασκέδαστου
    αιτιατική τον αδιασκέδαστο την αδιασκέδαστη το αδιασκέδαστο
     κλητική αδιασκέδαστε αδιασκέδαστη αδιασκέδαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιασκέδαστοι οι αδιασκέδαστες τα αδιασκέδαστα
      γενική των αδιασκέδαστων των αδιασκέδαστων των αδιασκέδαστων
    αιτιατική τους αδιασκέδαστους τις αδιασκέδαστες τα αδιασκέδαστα
     κλητική αδιασκέδαστοι αδιασκέδαστες αδιασκέδαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδιασκέδαστος < (ελληνιστική κοινή) ἀδιασκέδαστος

Επίθετο

αδιασκέδαστος, -η, -ο

  1. που ζει ή ζούσε χωρίς διασκεδάσεις
  2. (λόγιο) αδιασκόρπιστος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.