αδιασκέδαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιασκέδαστος | η | αδιασκέδαστη | το | αδιασκέδαστο |
| γενική | του | αδιασκέδαστου | της | αδιασκέδαστης | του | αδιασκέδαστου |
| αιτιατική | τον | αδιασκέδαστο | την | αδιασκέδαστη | το | αδιασκέδαστο |
| κλητική | αδιασκέδαστε | αδιασκέδαστη | αδιασκέδαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιασκέδαστοι | οι | αδιασκέδαστες | τα | αδιασκέδαστα |
| γενική | των | αδιασκέδαστων | των | αδιασκέδαστων | των | αδιασκέδαστων |
| αιτιατική | τους | αδιασκέδαστους | τις | αδιασκέδαστες | τα | αδιασκέδαστα |
| κλητική | αδιασκέδαστοι | αδιασκέδαστες | αδιασκέδαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αδιασκέδαστος < (ελληνιστική κοινή) ἀδιασκέδαστος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη διασκεδάζω
Μεταφράσεις
αδιασκέδαστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.