ειδημοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ειδημοσύνη | οι | ειδημοσύνες |
| γενική | της | ειδημοσύνης | των | ειδημοσυνών |
| αιτιατική | την | ειδημοσύνη | τις | ειδημοσύνες |
| κλητική | ειδημοσύνη | ειδημοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ειδημοσύνη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.