επαγρυπνώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επαγρυπνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπαγρυπνῶ / ἐπαγρυπνέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pa.ɣɾiˈpno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐γρυ‐πνώ
Ρήμα
επαγρυπνώ, πρτ.: επαγρυπνούσα, στ.μέλλ.: θα επαγρυπνήσω, αόρ.: επαγρύπνησα (χωρίς παθητική φωνή)
- είμαι σε κατάσταση επαγρύπνησης
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επαγρυπνώ | επαγρυπνούσα | θα επαγρυπνώ | να επαγρυπνώ | επαγρυπνώντας | |
| β' ενικ. | επαγρυπνείς | επαγρυπνούσες | θα επαγρυπνείς | να επαγρυπνείς | (επαγρύπνει) | |
| γ' ενικ. | επαγρυπνεί | επαγρυπνούσε | θα επαγρυπνεί | να επαγρυπνεί | ||
| α' πληθ. | επαγρυπνούμε | επαγρυπνούσαμε | θα επαγρυπνούμε | να επαγρυπνούμε | ||
| β' πληθ. | επαγρυπνείτε | επαγρυπνούσατε | θα επαγρυπνείτε | να επαγρυπνείτε | επαγρυπνείτε | |
| γ' πληθ. | επαγρυπνούν(ε) | επαγρυπνούσαν(ε) | θα επαγρυπνούν(ε) | να επαγρυπνούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επαγρύπνησα | θα επαγρυπνήσω | να επαγρυπνήσω | επαγρυπνήσει | ||
| β' ενικ. | επαγρύπνησες | θα επαγρυπνήσεις | να επαγρυπνήσεις | επαγρύπνησε | ||
| γ' ενικ. | επαγρύπνησε | θα επαγρυπνήσει | να επαγρυπνήσει | |||
| α' πληθ. | επαγρυπνήσαμε | θα επαγρυπνήσουμε | να επαγρυπνήσουμε | |||
| β' πληθ. | επαγρυπνήσατε | θα επαγρυπνήσετε | να επαγρυπνήσετε | επαγρυπνήστε | ||
| γ' πληθ. | επαγρύπνησαν επαγρυπνήσαν(ε) |
θα επαγρυπνήσουν(ε) | να επαγρυπνήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επαγρυπνήσει | είχα επαγρυπνήσει | θα έχω επαγρυπνήσει | να έχω επαγρυπνήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επαγρυπνήσει | είχες επαγρυπνήσει | θα έχεις επαγρυπνήσει | να έχεις επαγρυπνήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επαγρυπνήσει | είχε επαγρυπνήσει | θα έχει επαγρυπνήσει | να έχει επαγρυπνήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επαγρυπνήσει | είχαμε επαγρυπνήσει | θα έχουμε επαγρυπνήσει | να έχουμε επαγρυπνήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επαγρυπνήσει | είχατε επαγρυπνήσει | θα έχετε επαγρυπνήσει | να έχετε επαγρυπνήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επαγρυπνήσει | είχαν επαγρυπνήσει | θα έχουν επαγρυπνήσει | να έχουν επαγρυπνήσει |
| |
Μεταφράσεις
επαγρυπνώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.