ξαγρύπνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξαγρύπνια | οι | ξαγρύπνιες |
| γενική | της | ξαγρύπνιας | — | |
| αιτιατική | την | ξαγρύπνια | τις | ξαγρύπνιες |
| κλητική | ξαγρύπνια | ξαγρύπνιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξαγρύπνια < ξαγρυπν(ώ} + -ια (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksaˈɣɾi.pɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξα‐γρύ‐πνια
Ουσιαστικό
ξαγρύπνια θηλυκό
- η κατάσταση αυτού που μένει ξάγρυπνος, που δεν κοιμάται κατά τη διάρκεια της νύχτας
Αναφορές
- ξαγρύπνια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.