αγκομαχάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγκομαχάω < αγκομαχ(ώ) + άω (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκομαχῶ < αρχαία ελληνική ἀγκώνω + -μαχῶ < μάχομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɡo.maˈxa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγκομαχάω

Ρήμα

αγκομαχάω/αγχομαχώ, αόρ.: αγκομάχησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. λαχανιάζω, ασθμαίνω, η ανάσα μου βγαίνει βαριά (πχ καθώς πασχίζω με κόπο να κάνω κάτι)
  2. υποφέρω, βασανίζομαι, δοκιμάζομαι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.