αγκομαχώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγκομαχώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκομαχῶ → και δείτε τη λέξη αγκομαχάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.ɡo.maˈxo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκο‐μα‐χώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.