αγκομαχητό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγκομαχητό | τα | αγκομαχητά |
| γενική | του | αγκομαχητού | των | αγκομαχητών |
| αιτιατική | το | αγκομαχητό | τα | αγκομαχητά |
| κλητική | αγκομαχητό | αγκομαχητά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγκομαχητό < αγκομαχώ
Ουσιαστικό
αγκομαχητό ουδέτερο
- κοφτός ήχος που βγαίνει από μέσα μας, λαχάνιασμα ή βογκητό ή επιθανάτιος ρόγχος
- κατ' αναλογία, θόρυβος μιας μηχανής που ζορίζεται να κάνει κάτι
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αγκομαχητό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.