λαχανιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαχανιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀναχανιάζω, έπειτα από αποβολή του αρχικού γράμματος α και ανομοίωση του επόμενου φθόγγου [n] (=v) σε [l] (=λ)

Ρήμα

λαχανιάζω

  • δυσκολεύομαι να αναπνεύσω λόγω έντονης προσπάθειας

Συγγενικά

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.