αγκαζάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγκαζάρω < ανγκαζ(έ) + -άρω [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɡaˈza.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγκαζάρω

Ρήμα

αγκαζάρω, αόρ.: αγκαζάρισα, παθ.φωνή: αγκαζάρομαι, π.αόρ.: αγκαζαρίστηκα, μτχ.π.π.: αγκαζαρισμένος

  1. δεσμεύω κάποιον με πρόσκληση, την οποία αποδέχτηκε, ή αποσπώντας εκ των προτέρων την υπόσχεσή του
  2. αποκτώ δικαιώματα προτεραιότητας
  3. προαγοράζω, καπαρώνω, εξασφαλίζω για τον εαυτό μου

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αγκαζάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.