αγκαζάρομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɡaˈza.ɾo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγκαζάρομαι

Ρηματικός τύπος

αγκαζάρομαι, π.αόρ.: αγκαζαρίστηκα, μτχ.π.π.: αγκαζαρισμένος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.